ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΥΔΡΑΣ


Νεολιθική περίοδος - Μυκηναϊκή εποχή - Αρχαϊκοί χρόνοι

Το όνομα της Ύδρας οφείλεται στα άφθονα νερά που ανάβλυζαν από τις πλούσιες πηγές που είχε στην αρχαιότητα. Οι ιστορικοί αναφέρουν το νησί με το όνομα Υδραία και στο εσωτερικό του νησιού έχουν διασωθεί ίχνη αρχαίων οικισμών, όπως μαρτυρούν αρχαιολογικές ανασκαφές στη θέση Επισκοπή.

Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα (επιφανειακά ευρήματα, θραύσματα αγγείων, κατάλοιπα οικισμού στην θέση Επισκοπή, κτλ), η επίκοιση στο νησί ανάγεται στους πολύ προ της Ομηρικής περιόδου χρόνους, δηλαδή στην Ύστερη Νεολιθική εποχή (3000 - 2600 π.Χ.).

Στο σπήλαιο κοντά στις Πέβγες, νότια του οικισμού, έχουν βρεθεί ίχνη από την ύστερη νεολιθική εποχή και ένα από τα σημεία του νησιού που φαίνεται ότι κατοικήθηκε σε όλες τις εποχές ήταν η Eπισκοπή, το κυριότερο γεωργοκτηνοτροφικό κέντρο του νησιού, καθώς εδώ υπήρχαν πλούσιες πηγές νερού. Στη διάρκεια της πρωτοελλαδικής περιόδου η εγκατάσταση έγινε κοντά στη Zούρβα, στον Aγιο Nικόλαο, στον Aγιο Γεώργιο Mπίστη, στη Nησίζα και οι άνθρωποι με τα πλοία τους έκαναν εμπόριο οψιδιανού. Iχνη κατοίκησης από τη γεωμετρική εποχή υπάρχουν στον Bλυχό. Eπίσης υπάρχουν ίχνη από τη μακεδονική εποχή, από την υστερορωμαϊκή και τη βυζαντινή σε διάφορα σημεία.

Η Ύδρα φαίνεται ότι δεν κατάφερε στους αιώνες που ακολούθησαν να εξελιχθεί σε τόπο κοινωνικά και ιστορικά συγκροτημένο.

Η Υδραία λοιπόν, όπως την ονομάζει ο Ηρόδοτος, περίπου τον 13ο π.Χ. αιώνα, γίνεται τόπος εγκατάστασης και διαμονής Δρυόπων αγροτών, βοσκών και ψαράδων, ανθρώπων σκληροτράχηλων χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες και αναζητήσεις πέρα των στενών ορίων του τόπου τους, οι οποίοι προηγουμένως ζούσαν στις ορεινές περιοχές του Παρνασσού και της Οίτης και κατέφυγαν στο νησί κάτω από την πίεση των Δωριέων.

Δύο αιώνες αργότερα, με την κάθοδο των Δωριέων, οι Δρύοπες εξαφανίζονται και χάνεται κάθε ίχνος ζωής στο νησί. Έτσι η Ύδρα ήταν για δεκάδες χρόνια, ένας τόπος τραχύς και σχεδόν έρημος, αποκομμένος από την ιστορική και πολιτιστική εξέλιξη.

Κατά την Πρώιμη Αρχαιότητα ο ιστορικός της ρόλος εξακολουθεί να παραμένει ασήμαντος. Το πιθανότερο είναι να υπαγόταν στην δικαιοδοσία του πανίσχυρου τότε Βασιλείου των Μυκηνών (Ομήρου Ηλιάδα, στ. 100- 109), το οποίο γύρω στα 560 π.Χ. περιήλθε αρχικά στους Ερμιονείς μέχρι το 525 π.Χ., οπότε σύμφωνα με ιστορική μαρτυρία του Ηροδότου, αγοράστηκε από Σάμιους πολιτικούς φυγάδες για να παραδοθεί αργότερα από αυτούς στους Τροιζηνίους που επιμόνως επιζητούσαν την κατοχή της κυρίως για λόγους καλλιέργειας και βοσκής των αιγοπροβάτων τους. H Ύδρα παραμένει μέχρι τον 4ο π.Χ. αιώνα υπό την εξουσία των Τροιζήνιων.

Ιστορικοί της αρχαιότητας όπως ο Ηρόδοτος (Γ' 19), ο Γεωγράφος Πτολεμαίος (Δ' 334), ο περιηγητής Παυσανίας (Β' 439) και οι Λεξικογράφοι Στέφανος ο Βυζάντιος (6ος αιώνας πχ) και Ησύχιος (5ος αιώνας π.Χ.), σπανίως κάνουν μνεία του ονόματός της.


Κλασικοί - Ρωμαϊκοί - Βυζαντινοί χρόνοι

Η μοναδική μαρτυρία που υπάρχει για την Ύδρα στους Κλασικούς χρόνους είναι η αναφορά του Στέφανου του Βυζάντιου για έναν κωμωδιογράφο με το όνομα Ευάγης, ο οποίος κατοικούσε στο νησί.

Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στο νησί. Το γεγονός αυτό δημιούργησε αρχικά την εντύπωση ότι η Ύδρα παρέμενε ακατοίκητη στα Ρωμαϊκά και τα Βυζαντινά χρόνια. Όμως οι ανασκαφές στην Επισκοπή μαρτυρούν ότι η Ύδρα αυτή την εποχή κατοικείται. Φαίνεται ότι εξαιτίας των συχνών πειρατικών επιδρομών ένας μεγάλος αριθμός από τους κατοίκους της είχε εγκαταλείψει το νησί, ενώ οι υπόλοιποι είχαν αποσυρθεί στο εσωτερικό του.


15ος - 16ος - 17ος και 18ος αιώνας

Στις δυτικές μεσαιωνικές πηγές - κυρίως γεωγραφικά κείμενα και χάρτες - το όνομα του νησιού εμφανίζεται παραλλαγμένο με διάφορες μορφές (Sidra, Sidre, Sidera, Sidero, Sidro κ.α.), ενώ δεν έχει διευκρινιστεί ο χρόνος καθιέρωσης του σημερινού ονόματος.

Οι απαρχές του 15ου αιώνα βρίσκουν την Ύδρα, αθόρυβη πάντα ιστορικά, κατοικημένη από λίγες γεωργικές και ποιμενικές οικογένειες.

Από το 1460 αρχίζει η πρώτη έντονη εποικιστική κίνηση και η εγκατάσταση στην Ύδρα Ορθοδόξων Αλβανών φυγάδων, οι οποίοι πολεμώντας στο πλευρό των Ενετών κατά τη διάρκεια του δεκαεξάχρονου Ενετοτουρκικού πολέμου (1463 - 1479) στην Πελοπόννησο και κυνηγημένοι από τους Τούρκους, βρίσκουν μετά από εναγώνια αναζήτηση, εγκατάσταση και σωτηρία σε τόπους κοντινούς, ορεινούς και δυσπρόσιτους, όπως η Ύδρα και συγχωνεύονται με τους ντόπιους. Το βραχώδες και άγονο έδαφος της Ύδρας τους ανάγκασε να στραφούν προς την θάλασσα και να γίνουν άριστοι ναυτικοί.

Είναι ακριβώς η εποχή που αρχίζει η ανοικοδόμηση και η δημιουργία της σημερινής πόλης της Ύδρας με πρώτο οικιστικό πυρήνα τον λόφο της Κιάφας, προφανώς για λόγους ασφαλείας των κατοίκων, για να προφυλαχτούν από πιθανούς επιδρομείς και πειρατές.

Οι ταραγμένες συνθήκες που επικρατούσαν τον 16ο και 17ο αιώνα με τις πολεμικές συγκρούσεις κατά την διάρκεια του Ενετοτουρκικού (1700 - 1715), του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1768 - 1774), και οι εξεργέσεις στον ελλαδικό χώρο κατά την διάρκεια του ίδιου αιώνα μαζί με τη συνακόλουθη έλλειψη ασφάλειας ήταν η κύρια αιτία της εγκατάστασης στο νησί νέων οικογενειών, αλβανόφωνων και ελληνικών, από διάφορες περιοχές του ελλαδικού και μικρασιατικού χώρου. Μεταξύ αυτών οι οικογένειες Λαζάρου και Ζέρβα μετέπειτα Κοκκίνη και Κουντουριώτη απο την Ήπειρο, η οικογένεια Μπαρού απο την Κύθνο όπως και οι Νέγκα, Γκιώνη και Γκούμα. Επίσης οι οικογένειες Γιακουμάκη μετέπειτα Τομπάζη, απο τα Βουρλά της Σμύρνης, Κιοσσέ μετέπειτα και Σαχίνη απο τη Γένοβα, Μπουντούρη απο την Εύβοια, Βώκου μετέπειτα και Μιαούλη απο τα Φύλλα Ευβοίας, που ενδυνάμωσαν περαιτέρω - πληθυσμιακά και οικονομικά - το νησί.

Την εποχή αυτή (δεύτερο μισό του 17ου αιώνα), αρχίζει να διαμορφώνεται ο σημερινός οικισμός της Ύδρας αλλά και να τίθενται οι βάσεις για την μεταγενέστερη ανάπτυξη της ναυτιλίας, αφού το άγονο έδαφος του νησιού ανάγκασε τους κατοίκους να αναζητήσουν στη θάλασσα τους πόρους της επιβίωσης και αργότερα της ευημερίας τους.

Τον 18ο αιώνα οι Υδραίοι άρχισαν να επιδίδονται στη ναυπήγηση μικρών ιστιοφόρων (τρεχαντήρια) και από τα μέσα του ίδιου αιώνα, πλοίων μεγάλης χωρητικότητας που έπλεαν σε όλη την Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα.


Οι Προεπαναστατικοί χρόνοι

Η δημογραφική αυτή Επανάσταση είχε ασφαλώς τις θετικές και τις αρνητικές της συνέπειες όσον αφορά την εξέλιξη της υδραϊκής κοινωνικής πορείας. Από τις θετικότερες υπήρξαν η προώθηση της ανάπτυξης του εμπορίου και κυριότερα η ανάπτυξη και η αλματώδης εξέλιξη της ναυτιλίας στην Ύδρα.

Έτσι στα τέλη του 18ου αιώνα και αρχές του 19ου αιώνα, η Ύδρα εξελίσσεται σε μεγάλη ναυτική δύναμη με εμπορικό στόλο 150 πλοίων.

Oι νέες δυνατότητες που έδωσε στην ελληνική εμπορική ναυτιλία η ρωσοτουρκική συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζί (1774) μαζί με την εύνοια της Οθωμανικής διοίκησης, η οποία στηριζόταν πολύ στη ναυτική εμπειρία των Υδραίων που υπηρετούσαν στον τουρκικό στόλο, την αυτοδιοίκηση που εξασφάλισε το νησί και το διορισμό το 1802 του ικανότατου και δραστήριου Γεωργίου Βούλγαρη ως διοικητή και τοποτηρητή των Τούρκων (μπας κοτζάμπασης) και κυρίως μαζί με τη διάσπαση από τους Ελληνες ναυτικούς του αποκλεισμού που είχε επιβάλει η Αγγλία στα λιμάνια της Γαλλικής επικράτειας, κατά την διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων, για την μεταφορά σιτηρών, σε συνδιασμό με την εξαφάνιση των γαλλικών πλοίων από την ανατολική Μεσόγειο, είχαν σαν αποτέλεσμα την εποχή αυτή το νησί γνωρίσει την μεγαλύτερη δύναμή του και κατ' επέκταση την οικονομική και πνευματική άνθησή του.

Το υψηλό επίπεδο ανάπτυξης της ναυτιλιακής και εμπορικής δραστηριότητας το αποδεικνύουν η ίδρυση ναυτικής σχολής με την μετάκληση ιταλών και πορτογάλων δασκάλων για τη συστηματικότερη διδασκαλία της ναυτικής τέχνης, καθώς και η θέσπιση ειδικών νόμων και κανόνων για τη ρύθμιση των σχετικών συναλλαγών.

Γίνεται συνεπώς πλήρως κατανοητό, γιατί η στιγμή της έναρξης του αγώνα στα 1821 βρήκε το μικρό και μέχρι πρότινος ασήμαντο αυτό νησί του Αργοσαρωνικού, να αριθμεί περί τους 27.000 κατοίκους.


Η Ύδρα στην σκιά των ένδοξων Προγόνων της

Στα 1802 το Διοικητικό σύστημα του νησιού αλλάζει με την αποστολή στην Ύδρα του υδραίου Γεωργίου Δήμα Βούλγαρη, ευνοούμενου του τότε Καπετάν Πασά και Αρχικυβερνήτη της Τουρκικής Ναυαρχίδας.

Ο Βούλγαρης τοποθετήθηκε από το Σουλτάνο ως Μιτάς Κοτζαμπάσης (Διοικητής) και Ναζίρης (επόπτης) της Ύδρας και για κάποιο χρονικό διάστημα του Πόρου και των Σπετσών, με σκοπό να επιβάλει την διασαλευμένη τάξη. Η συνετή του διοίκηση και η οθωμανική εύνοια στο πρόσωπό του συνετέλεσαν στο να καταφέρει ο Γ. Βούλγαρης, ο "Μπέης" όπως τον αποκαλούσαν οι Υδραίοι, να αναγάγει το νησί σε πρότυπο εννοούμενου τόπου.

Η περίοδος της οικονομικής ευρωστίας, η σχετικά καταστολή της πειρατείας και η εσωτερική ησυχία που ακολούθησε τους χρόνους διακυβέρνησης του Γεωργίου Βούλγαρη, έδωσαν την ευκαιρία στους Υδραίους να οργανώσουν την κοινωνία τους όπως αυτοί ήθελαν, ενώ οι συνεχείς μάχες που αναγκάζονταν να δίνουν τα υδραϊκά πληρώματα με τους πειρατές, που τότε λυμαίνονταν απ'άκρο σε άκρο την Μεσόγειο, τους μετέτρεψαν με τον καιρό από ασήμαντους γεωργούς και ποιμένες, σε τολμηρούς εμπειροπόλεμους ναυτίλους.

Από πολύ νωρίς η Ύδρα χρησιμοποιήθηκε ως ναυτικός σταθμός, με αποτέλεσμα να πρωτοστατήσει στο θαλάσσιο εμπόριο και στις επικοινωνίες. Ιδιαίτερη άνθιση παρουσιάζει το εμπόριο στο τέλος του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου. Τότε οι Υδραίοι εκμεταλλεύτηκαν την Άγγλο-Γαλλική διαμάχη και αποκόμισαν τεράστια κέρδη, ελέγχοντας το θαλάσσιο εμπόριο.

Την εποχή αυτή, ως επακόλουθο των προνομίων για ελεύθερη ναυσιπλοία με την κάλυψη της ρωσικής σημαίας αλλά και των διεθνών συγκυριών που διαμορφώθηκαν με τη Γαλλική Επανάσταση και τους Ναπολεόντειους Πολέμους, οι Υδραίοι σταδιακά έγιναν κύριοι των θαλάσσιων δρόμων της Μεσογείου και η Ύδρα αναδείχτηκε σε πρώτη ναυτική δύναμη ανάμεσα στα ελληνικά νησιά.


Η Επανάσταση του 1821

Σημαντική ήταν η βοήθειά της Ύδρας στον εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα του 1821. Η Επανάσταση βρίσκει την Ύδρα κάτοχο αμύθητου πλούτου απο χρυσά νομίσματα της εποχής, αποτέλεσμα κυρίως της επιτυχημένης εμπλοκής της στο εμπόριο σίτου κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους. Το εμπόριο μετά το 1810 είχε κάμψη αλλα ο στόλος της αριθμούσε 186 μικρά και μεγάλα πλοία συνολικής χωρητικότητας 27.736 τόνων δηλαδή ήταν διπλάσιος απο αυτόν των Σπετσών που διέθεταν ως δύναμη 64 πλοία συνολικά 15.907 τόνων, ενώ τα Ψαρά διέθεταν 35 - 40 πλοία και η Κάσος 15. Παράλληλα τα πληρώματα είχαν αποκτήσει και πολεμική εμπειρία λόγω των συγκρούσεων με πειρατές της Αλγερίας, έτσι δίκαια ο Ιμπραήμ αποκάλεσε την Ύδρα "Μικρή Αγγλία".

Τουλάχιστον από το 1820 οι προεστοί είχαν μυηθεί από τη Φιλική Εταιρεία στο μυστικό της Επανάστασης. Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση στην Πελοπόννησο, οι Υδραίοι ενημερώθηκαν με αλληλογραφία από τους πελοποννήσιους οπλαρχηγούς και την 24 Μαρτίου 1821 με επιστολή οι προύχοντες της Πελοποννήσου ενημερώνουν τους Υδραίους και Σπετσιώτες ότι η Επανάσταση άρχισε ενωρίτερα γιατί το μυστικό είχε προδοθεί από "τουρκολάτρες", και ζητούν τη βοηθειά τους για ναυτικό αποκλεισμό του εχθρού.

Οι Σπετσιώτες ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης την 26 Μαρτίου, αλλά οι Υδραίοι φάνηκαν διστακτικοί στο να εξεγερθούν αμέσως, θυμούμενοι τις καταστροφές που είχαν πάθει κατά την προηγούμενη αποτυχημένη εξέγερση του 1770 και λαμβάνοντας υπόψη την στρατιωτική υπεροχή του εχθρού. Τελικώς κήρυξαν την επανάσταση στις 14 Απριλίου 1821, από τον Πλοίαρχο Αντώνιο Οικονόμου και το λαό που έκαμψαν τις επιφυλάξεις των προκρίτων.

Η Ύδρα, μαζί με τις Σπέτσες και τα Ψαρά, έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην Επανάσταση του 1821 διαθέτοντας τον εμπορικό και πολεμικό τους στόλο στην υπηρεσία του Αγώνα.

Υδραίοι όπως ο Ναύαρχος του τρινήσιου στόλου Ανδρέας Μιαούλης, ο Πλοίαρχος Αντώνιος Οικονόμου, οι ναυμάχοι Ιάκ. και Μαν. Τομπάζης, Αναστ. Τσαμαδός, Γ. Σαχτούρης, Γ. Σαχίνης, Αντ. Κριεζής, οι Βώκοι μαζί με τους πυρπολητές Ι. Ματρόζο, Ανδρ. Πιπίνο και Βατικιώτη, που έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο στην Επανάσταση του 1821.

Ο Υδραϊκός στόλος μαζί με το στόλο των Σπετσών και των Ψαρών, κυριάρχησε στη θάλασσα κατά τον επταετή αγώνα, συμβάλλοντας έτσι αποφασιστικά στην απελευθέρωση της Ελλάδας, θυσιάζοντας παράλληλα ανθρώπινες ζωές, πλοία και χρήματα και αναδεικνύοντας ηγέτες και αγωνιστές.

Έντονη ήταν όμως η αντίδραση των ισχυρών της Ύδρας στην προσπάθεια του Ι. Καποδίστρια να καταργήσει τα προνόμια που απολάμβανε το νησί μέχρι τότε.

Μετά την Απελευθέρωση αρχίζει μια μακρά περίοδος παρακμής και οικονομικής ύφεσης για το νησί και για έναν περίπου αιώνα, η Ύδρα παρά το μικρό μέγεθός της και την εντεινόμενη οικονομική παρακμή της, έδωσε στην πολιτική ζωή της χώρας έναν Πρόεδρο της Δημοκρατίας, πέντε πρωθυπουργούς, πολλούς υπουργούς (ιδίως στο Υπουργρίο Ναυτικών).

Ο Γεώργιος Κουντουριώτης διετέλεσε Πρόεδρος του Εκτελεστικού κατά την επανάσταση, μέλος του Συμβουλίου του Καποδίστρια και επί Όθωνα Πρωθυπουργός και Υπουργός Ναυτικών.

Ο Αντώνιος Κριεζής, Πρωθυπουργός επί Όθωνα, ο Δημήτριος Βούλγαρης, επτά φορές Πρωθυπουργός της Ελλάδας, ο Αθανάσιος Μιαούλης, τρεις φορές Πρωθυπουργός της Ελλάδας και ο Πέτρος Βούλγαρης, Πρωθυπουργός της Ελλάδας.


Ο 20ος αιώνας

Το 1912, ο Υδραίος ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, ως αρχηγός του ελληνικού στόλου, νίκησε τον τουρκικό στόλο στα στενά του Ελλησπόντου. Την ίδια περίοδο, στις 18 Οκτωβρίου του 1912, ο Νικόλαος Βότσης, κυβερνώντας το τορπιλοβόλο 11, τορπίλισε τη τουρκική ναυαρχίδα "Φετίχ Μπουλέντ" 3.000 τόνων, μέσα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.

Το 1924, ο Υδραίος ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης αναγορεύτηκε πρώτος Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας και επί μισό αιώνα, τα Ναυτικά Υπουργεία τα διαχειρίζονταν Υδραίοι.

Στην Εκκλησία, η Ύδρα έδωσε τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, Δωρόθεο Κοτταρά, και τους Μητροπολίτες, Πάτση, Παρίση, Επιφάνειο, Καλαφάτη και Προκόπιο Γεωργαντόπουλο. Στις επιστήμες και στα γράμματα, έδωσε τους Ακαδημαϊκούς Α. Λιγνό, Ι. Χαραμή, Ν. Χατζηκυριακό-Γκίκα, Π. Τέτση και το ζωγράφο Ν. Νικολάου.

Η Ύδρα αναπτύχθηκε και έλαβε τη σημερινή της μορφή τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου και τις πρώτες του 19ου αιώνα. Τότε, η παλιά πόλη της Κιάφας εγκαταλείπεται και οι κάτοικοι συγκεντρώνονται γύρω από τη Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στο λιμάνι, το οποίο μαζί με ένα μέρος της παλιάς πόλης, δημιούργησε τη σημερινή πόλη.

Ο 20ος αιώνας βρίσκει την Ύδρα παρά την προσωρινή οικονομική της ανάκαμψη - αποτέλεσμα της συστηματικής ενασχόλησης των κατοίκων με την αλιεία και το εμπόριο σπόγγων - σε πλήρη πληθυσμιακή αποδυνάμωση, οδηγούμενη αργά αλλά σταθερά στα πρόθυρα του οικονομικού μαρασμού.

Η προσωρινή της "κινητήρια" δύναμη, η σπογγαλιεία, βρέθηκε με τον καιρό σε πλήρη παρακμή, εξαιτίας κυρίως του περιορισμού της οικονομικής ενίσχυσης των σπογγαλιευτικών επιχειρήσεων από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος.

Πολλοί κάτοικοι εγκαταλείπουν το νησί και μετακομίζουν στην Αθήνα και κυρίως στον Πειραιά, γύρω από την Εκλλησία του Αγίου Νικολάου, δημιουργώντας τη δική τους παροικία.

Μία τελευταία ευκαιρία ανάπτυξης και αναζωογόνησης της υδραϊκής κοινωνίας δόθηκε στην δεκαετία του '50 όταν οι διάφοροι καλλιτέχνες και οι παραγωγοί ταινιών "ανακαλύπτουν" την Ύδρα και την χρησιμοποιούν αφειδώς στις ταινίες τους. Άμεση συνέπεια η αλματώδης τουριστική και οικονομική κίνηση στο νησί, που εξελίχθηκε από τότε σε κοσμοπολίτικο τουριστικό θέρετρο.

Στη δεκαετία του '50 πραγματοποιήθηκαν εδώ τα γυρίσματα της ταινίας "το Παιδί και το δελφίνι" με τη Σοφία Λόρεν και η Yδρα άρχισε να γίνεται γνωστή διεθνώς.

Ανάμεσα στις πιο γνωστές κινηματογραφικές ταινίες που γυρίστηκαν στην Ύδρα είναι το περίφημο "Κορίτσι με τα μαύρα" του Μιχάλη Κακογιάννη με την Έλλη Λαμπέτη, που απέσπασε διθυραμβικές κριτικές στα Ευρωπαϊκά φεστιβάλ που προβλήθηκε και η σπουδαία ταινία του Ζυλ Ντασέν "Φαίδρα" με την υπέροχη Μελίνα Μερκούρη και τους διάσημους Άντονι Πέρκινς και Ραλφ Βαλόνε.

Η Ύδρα έγινε προορισμός κυρίως μεταξύ 1960-70 όταν επώνυμοι από όλον τον κόσμο, όπως ο Λένον, ο Kλάπτον, οι Rolling Stones, ο Ωνάσης και η Kάλλας, ο Pεξ Xάρισον, ο Πήτερ Oυστίνοφ, ο Λέοναρντ Kοέν και πολλοί άλλοι περνούσαν από εδώ και πηγή έμπνευσης για πολλούς ανθρώπους του πνεύματος και των τεχνών όπως ο Xατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Σεφέρης, ο Eγγονόπουλος, ο Xένρι Mίλερ, ο Tέτσης και ο Bυζάντιος ...